- σατυριακός
- -ή, -όν, Α [σατυριῶ]1. αυτός που προκαλεί σατυρίαση2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σατυριακήονομασία αντιδότου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σατυριακά — σατυριακά̱ , σατυριακή antidote fem nom/voc/acc dual σατυριακά̱ , σατυριακή antidote fem nom/voc sg (doric aeolic) σατυριακός antidote neut nom/voc/acc pl σατυριακά̱ , σατυριακός antidote fem nom/voc/acc dual σατυριακά̱ , σατυριακός antidote fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυριακή — antidote fem nom/voc sg (attic epic ionic) σατυριακός antidote fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)